Μουσείο Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης
Το Μουσείο Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης (ΜΚΘ) είναι το μόνο μουσείο κινηματογράφου στην Ελλάδα. Ιδρύθηκε το 1997, όταν η Θεσσαλονίκη ήταν η Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης. Το ΔΣ του Οργανισμού Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης-Θεσσαλονίκη 1997 στην συνεδρίαση της 17.1.95 αποφάσισε να συστήσει ιδιαίτερο φορέα για τον κινηματογράφο στην Θεσσαλονίκη με τίτλο «Μουσείο Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης». Η πρωτοβουλία αυτή, του τότε Υπουργού πολιτισμού Ευάγγελου Βενιζέλου, συνέπεσε με τον παγκόσμιο εορτασμό των 100 χρόνων κινηματογράφου. Το Μουσείο ιδρύθηκε ως αυτοτελές τμήμα του «Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης» (ΦΚΘ) με τη διάταξη της παρ. 2 του αρθρ.4 του Ν. 2557/1997 (ΦΕΚ Α΄ 271), αλλά από το 2003 έχει αποδεσμευτεί οικονομικά από το φεστιβάλ. Λειτουργεί πλέον ως Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου (ΝΠΙΔ) και εποπτεύεται από το ΥΠΠΟ, απ’ όπου προέρχεται και εξ’ ολοκλήρου η χρηματοδότησή του.
Το μουσείο εποπτεύεται από επταμελή Διοικούσα Επιτροπή, η οποία διορίζεται με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού με τετραετή θητεία και διευθύνεται από τον Διευθυντή. Πρώτος Διευθυντής και έως το 2002 ήταν ο Α. Δερμετζόγλου και Πρόεδρος ο Α. Παπαγιανόπουλος. Στη συνέχεια Διευθυντής χρημάτισε ο Γ. Κατσάγγελος και Πρόεδρος ο Τ. Ψαρράς, ενώ από τις 1 – 6 - 2005 και ως σήμερα Διευθυντής είναι ο Β. Κεχαγιάς και Πρόεδρος ο Γ. Μυλωνας. Σύμφωνα με τον εσωτερικό κανονισμό λειτουργίας, «Σκοπός του μουσείου είναι η συγκέντρωση, διάσωση και μουσειολογική προβολή των στοιχείων της κινηματογραφικής ζωής της χώρας. Στο πλαίσιο του σκοπού αυτού το μουσείο μεριμνά για τη μελέτη και τεκμηρίωση υλικού σχετικού με την κινηματογραφική τέχνη καθώς και για την οργάνωση ερευνητικών και εκπαιδευτικών προγραμμάτων σε συνεργασία με άλλους συναφείς φορείς». Το ΜΚΘ στεγάστηκε αρχικάσε χώρο εμβαδού 800m2 σε βιομηχανικό κτίριο της οδού Ανδρέου Γεωργίου αριθ.44 στην δυτική Θεσσαλονίκη, έως ότου οργανωθεί διοικητικά και λειτουργικά και αποκτήσει την απαραίτητη μουσειακή υποδομή. Στις 30 Σεπτεμβρίου 2001 πραγματοποιήθηκαν τα εγκαίνια του ΜΚΘ στην μόνιμη πια στέγη του στην Αποθήκη Α’ του Λιμένα Θεσσαλονίκης .
Το ΜΚΘ εμφανίστηκε δημόσια με ένα τριήμερο κινηματογραφικό αφιέρωμα στον κινηματογράφο «ΟΛΥΜΠΙΟΝ» της Θεσσαλονίκης για τα «100 χρόνια σινεμά» στις 27-29 Δεκεμβρίου 1995, κατά το οποίο προβλήθηκαν 15 γνωστές κινηματογραφικές ταινίες σε συνεχή προβολή.
Απο 23 Δεκεμβρίου 2010 (ΦΕΚ.219) το Μουσείο Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης συγχωνεύθηκε με το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.
Γενικός Διευθυντής Φ.Κ.Θ.- Διεύθυνσης Μουσείου Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης κ. Δημήτρης Εϊπίδης.
Το νέο πρόσωπο του ΜΚΘ(Mουσείο Κινηματογράφου Θες/κης)
Μετά από τρεις μετακομίσεις και τρεις αντίστοιχους εγκαινιασμούς, το ΜΚΘ βγαίνει επιτέλους στο φως. Μια μπομπίνα που ξετυλίγεται, μια αμόρσα που μετράει από το 8 έως το 1, η διαδρομή του ελληνικού σινεμά σε σύστοιχες περιόδους, όσο να αρχίσει η τελική προβολή του τρισδιάστατου φιλμ (του πρώτου σε μουσείο της χώρας), ο τρόπος που κατασκευάζεται μια ταινία, όσο να «βγει στο φως».
Το Μουσείο Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης πειραματίζεται πάνω στους τρόπους με τους οποίους θα οδηγήσει τους επισκέπτες στη μαγεία του ελληνικού σινεμά, ξεκινώντας από τις πρώτες αμήχανες προσπάθειες των αρχών του 20ου αιώνα και φτάνοντας μέχρι τις ταινίες που παίζονται σήμερα στις αίθουσες. Καλεί τον επισκέπτη να περιηγηθεί όχι μια συλλογή αντικειμένων που σχετίζονται με το σινεμά, αλλά μια «συλλογή στιγμών θέασης».
Χαμηλώνει τα φώτα και ξετυλίγεται μπροστά στον επισκέπτη σαν το φιλμ μιας ταινίας, που συγκροτείται από μικρές στάσεις -σεκάνς της ιστορίας του ελληνικού σινεμά. Εικόνες και ήχοι από δεκάδες προβολές, αφίσες, φωτογραφίες, αντικείμενα δεν εκτίθενται με την παραδοσιακή έννοια του όρου, αλλά συνεργάζονται για να δημιουργήσουν μια κινηματογραφική ψευδαίσθηση, μέσα στην οποία βουλιάζει βήμα-βήμα ο επισκέπτης.
Η ΕΚΘΕΣΗ
ΜΑΝΑΚΙΑ
Δύο Βλάχοι από την Αβδέλα των Γρεβενών, οι αδελφοί Μανάκια, αντιλαμβάνονται πρώτοι στα Βαλκάνια, ότι αυτή η καινούρια εφεύρεση, ο κινηματογράφος, δίνει τη δυνατότητα για ταυτόχρονο πειραματισμό και εμπορική εκμετάλλευση. Με την αγορά μιας κινηματογραφικής μηχανής και τη λογική του «στήνω μια κάμερα και γυρίζω» οι αδελφοί Μανάκια (ή Μανάκη), ξεκινούν τη σχέση του με την αργότερα βαφτισμένη έβδομη τέχνη το 1905, καταγράφοντας τις «Υφάντρες» του χωριού τους σε ώρα εργασίας. Οι καταγραφές πληθαίνουν…Γάμοι, πανηγύρια, αλλά και πολιτικά ή πολεμικά γεγονότα στην περιοχή της Μακεδονίας και των ευρύτερων Βαλκανίων κερδίζουν το βλέμμα τους…
1905 – 1940
Σιγά – σιγά κτίζεται ένας εγχώριος κινηματογράφος βασισμένος στα συγκριτικά πλεονεκτήματά του. Το βουκολικό δράμα αποτελεί άριστη μεταφορά του ξενόφερτου μελοδράματος και το κωμειδύλλιο ανάλογη μετεγγaραφή της κωμωδίας. Ο Μιχαήλ Μιχαήλ του Μιχαήλ, ο Σπιριντιόν και ο ΕρβέΒιλλάρ πρωταγωνιστούν με τον τρόπο των προτύπων τους στο ελληνικό σκηνικό και σκορπίζουν γέλιο. Ωστόσο, ο κινηματογράφος δεν παύει ακόμη να αποτελεί επιστημονικό αξιοπερίεργο στα μάτια του κόσμου κι έτσι τα ζουρνάλ («επίκαιρα») του ΖόζεφΧεπ κρατάνε τη μερίδα του λέοντος στο ενδιαφέρον του κοινού. Τέλος, ο Κωνσταντίνος Μπαχατώρης, ο πρώτος Έλληνας παραγωγός,, επενδύοντας εκατό χιλιάδες δραχμές, φέρνει στο φως την πρώτη ελληνική ταινία, την «Γκόλφω» του Περεσιάδη.
1940 – 1960
Με την έξοδο από τα στενά περάσματα της κατοχής και του εμφυλίου μπαίνουν οι βάσεις για τις ιδεολογικές και αισθητικές συγκρούσεις του ελληνικού κινηματογράφου. ανάμεσα σ’ ένα σημαντικό όγκο ανάλογων παραγωγών, κάποιοι προσπαθούν να προσαρμόσουν το σκηνικό στο «ελληνικό τοπίο» και στην εγχώρια παράδοση, γεγονός που οδηγεί σε έστω ευάριθμες σημαντικές, πρωτογενείς δημιουργίες : ο ελληνικός νεορεαλισμός, ο οποίος
συνεπαίρνει την Ευρώπη, βρίσκει τα εντόπια αντίστοιχά του, μια ομάδα νεοφανών σκηνοθετών (Γιώργος Τζαβέλας, Ντίνος Δημόπουλος, Αλέκος Σακελλάριος) καταφέρνουν να μετεγγράψουν τη χολιγουντιανή, κατά κύριο λόγο σεναριακή, τεχνοτροπία στην ελληνική γλώσσα, ενώ εμφανίζονται τα πρώτα δείγματα της προσπάθειας να αποκτήσει η Ελλάδα κινηματογραφική ταυτότητα αναγνωρίσιμη και ευανάγνωστη.
1960 -1970
Οι Έλληνες παραγωγοί με ηγετική τους φυσιογνωμία το Φιλοποίμενα Φίνο («Φίνος Φιλμ») βρίσκουν χρυσάφι στα πρόσωπα – και στις φωνές και στις κινήσεις – μιας ομάδας ηθοποιών, που ενώ δεν κρύβουν τη θεατρική καταγωγή τους, συνομιλούν με το φακό λες κι είναι ο καλύτερός τους φίλος,. Θεματολογικά το μεγαλύτερο μέρος των έργων αυτών κινήθηκε στο χώρο της κωμωδίας ή του προσαρμοσμένου στα εγχώρια δεδομένα αμερικανοτραφούς μιούζικαλ. μιούζικαλ. Όταν κάποτε έγινε προσπάθεια να απλωθούν τα δίχτυα στο δραματικό πεδίο, εκεί, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων (Γεωργιάδης, Δημόπουλος, Τζαβέλας) το εγχείρημα έφτασε στα όρια της γραφικότητας, όπως ακόμη επιβιώνει στις μνήμες, ασχέτως των εισπρακτικών αποτελεσμάτων. Ωστόσο, το καθοριστικό γεγονός που ανοίγει την κινηματογραφική πύλη της δεκαετίας του ’60 είναι η ίδρυση του Φεστιβάλ Kινηματογράφου στη Θεσσαλονίκη.
1970 -1990
Είναι το 1971 ένα όριο όπου ο Νέος Ελληνικός Κινηματογράφος (ΝΕΚ) κάνει την εμφάνισή του, αμφισβητώντας τα δόγματα του Παλιού Ελληνικού Κινηματογράφου (ΠΕΚ) ; Σύμφωνα με το θεωρητικό περιοδικό «Σύγχρονος Κινηματογράφος», το οποίο συνόδευσε τα βήματα των νέων δημιουργών, η απάντηση είναι θετική, αφού ο συνδυασμός της εμφάνισης του Θόδωρου Αγγελόπουλου («Αναπαράσταση»), του Παντελή Βούλγαρη («Το προξενειό της Άννας»), αλλά και της «Ευδοκίας» του Αλέξη Δαμιανού δημιουργούν το υπέδαφος για την ανάπτυξη ενός «κινηματογράφου του δημιουργού», με λίπασμα το πάγιο αίτημα της «ελληνικότητας». Για κάποιους άλλους η ομοβροντία του 1966, με ταινίες του Τάκη Κανελλόπουλου («Εκδρομή»), του ΡοβήρουΜανθούλη («Πρόσωπο με πρόσωπο»), του Αλέξη Δαμιανού («Μέχρι το πλοίο»), του Γιώργου Σταμπουλόπουλου («Ανοιχτή επιστολή»), σε συνδυασμό με τη «Λάμψη στα μάτια» του Πάνου Γλυκοφρύδη και το «Φόβο» του Κώστα Μανουσάκη, είναι αυτή που δίνει το σάλπισμα της ρήξης με τον «κινηματογράφο του παραγωγού».
1990 και εντεύθεν
Έχοντας αντιμετωπίσει την εισπρακτική κρίση της δεκαετίας του ‘80, ο κινηματογράφος « αποφασίζει » να πιάσει από το χέρι τη λαοφιλή και κυρίαρχη τηλεόραση , να μπολιαστεί από τις αισθητικές της επιλογές και να ξαναφέρει τον κόσμο στις κινηματογραφικές αίθουσες, ενώ κάποιοι άλλοι σκηνοθέτες , νεώτεροι μεν, συνδεδεμένοι, ωστόσο, με την προηγηθείσα περίοδο του εγχώριου κινηματογράφου σε ρόλους βοηθητικούς, αποφασίζουν να βγουν στην επιφάνεια και να καταθέσουν τη δική τους άποψη και τις δικές τους αισθητικές αγωνίες. Μια τέτοια ομάδα (Χούρσογλου, Γκορίτσας, Κόκκινος, Γραμματικός) με τις ταινίες της φέρνει στο επίκεντρο την « Άνοιξη του ελληνικού κινηματογράφου » , όπως ονομάστηκε στις αρχές του ’90 . Όταν ματαιώθηκε κι αυτή , οι νέες τεχνολογίες και το ψηφιακό σινεμά έδωσαν τη δυνατότητα πολλαπλασιασμού της παραγωγής , αναζήτησης νέων προσανατολισμών και δημιουργικού διαλόγου με την τηλεόραση. Τη δραστηριότητα επέτειναν οι ευρωπαϊκές συμπαραγωγές, με τα ταμεία Eurimage και Eurofund, τα οποία άνοιγαν προοπτικές για την Ενωμένη Ευρώπη και τον κινηματογράφο της.
(http://www.cinemuseum.gr/default.aspx?lang=el-GR&page=994)
Το μουσείο εποπτεύεται από επταμελή Διοικούσα Επιτροπή, η οποία διορίζεται με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού με τετραετή θητεία και διευθύνεται από τον Διευθυντή. Πρώτος Διευθυντής και έως το 2002 ήταν ο Α. Δερμετζόγλου και Πρόεδρος ο Α. Παπαγιανόπουλος. Στη συνέχεια Διευθυντής χρημάτισε ο Γ. Κατσάγγελος και Πρόεδρος ο Τ. Ψαρράς, ενώ από τις 1 – 6 - 2005 και ως σήμερα Διευθυντής είναι ο Β. Κεχαγιάς και Πρόεδρος ο Γ. Μυλωνας. Σύμφωνα με τον εσωτερικό κανονισμό λειτουργίας, «Σκοπός του μουσείου είναι η συγκέντρωση, διάσωση και μουσειολογική προβολή των στοιχείων της κινηματογραφικής ζωής της χώρας. Στο πλαίσιο του σκοπού αυτού το μουσείο μεριμνά για τη μελέτη και τεκμηρίωση υλικού σχετικού με την κινηματογραφική τέχνη καθώς και για την οργάνωση ερευνητικών και εκπαιδευτικών προγραμμάτων σε συνεργασία με άλλους συναφείς φορείς». Το ΜΚΘ στεγάστηκε αρχικάσε χώρο εμβαδού 800m2 σε βιομηχανικό κτίριο της οδού Ανδρέου Γεωργίου αριθ.44 στην δυτική Θεσσαλονίκη, έως ότου οργανωθεί διοικητικά και λειτουργικά και αποκτήσει την απαραίτητη μουσειακή υποδομή. Στις 30 Σεπτεμβρίου 2001 πραγματοποιήθηκαν τα εγκαίνια του ΜΚΘ στην μόνιμη πια στέγη του στην Αποθήκη Α’ του Λιμένα Θεσσαλονίκης .
Το ΜΚΘ εμφανίστηκε δημόσια με ένα τριήμερο κινηματογραφικό αφιέρωμα στον κινηματογράφο «ΟΛΥΜΠΙΟΝ» της Θεσσαλονίκης για τα «100 χρόνια σινεμά» στις 27-29 Δεκεμβρίου 1995, κατά το οποίο προβλήθηκαν 15 γνωστές κινηματογραφικές ταινίες σε συνεχή προβολή.
Απο 23 Δεκεμβρίου 2010 (ΦΕΚ.219) το Μουσείο Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης συγχωνεύθηκε με το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.
Γενικός Διευθυντής Φ.Κ.Θ.- Διεύθυνσης Μουσείου Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης κ. Δημήτρης Εϊπίδης.
Το νέο πρόσωπο του ΜΚΘ(Mουσείο Κινηματογράφου Θες/κης)
Μετά από τρεις μετακομίσεις και τρεις αντίστοιχους εγκαινιασμούς, το ΜΚΘ βγαίνει επιτέλους στο φως. Μια μπομπίνα που ξετυλίγεται, μια αμόρσα που μετράει από το 8 έως το 1, η διαδρομή του ελληνικού σινεμά σε σύστοιχες περιόδους, όσο να αρχίσει η τελική προβολή του τρισδιάστατου φιλμ (του πρώτου σε μουσείο της χώρας), ο τρόπος που κατασκευάζεται μια ταινία, όσο να «βγει στο φως».
Το Μουσείο Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης πειραματίζεται πάνω στους τρόπους με τους οποίους θα οδηγήσει τους επισκέπτες στη μαγεία του ελληνικού σινεμά, ξεκινώντας από τις πρώτες αμήχανες προσπάθειες των αρχών του 20ου αιώνα και φτάνοντας μέχρι τις ταινίες που παίζονται σήμερα στις αίθουσες. Καλεί τον επισκέπτη να περιηγηθεί όχι μια συλλογή αντικειμένων που σχετίζονται με το σινεμά, αλλά μια «συλλογή στιγμών θέασης».
Χαμηλώνει τα φώτα και ξετυλίγεται μπροστά στον επισκέπτη σαν το φιλμ μιας ταινίας, που συγκροτείται από μικρές στάσεις -σεκάνς της ιστορίας του ελληνικού σινεμά. Εικόνες και ήχοι από δεκάδες προβολές, αφίσες, φωτογραφίες, αντικείμενα δεν εκτίθενται με την παραδοσιακή έννοια του όρου, αλλά συνεργάζονται για να δημιουργήσουν μια κινηματογραφική ψευδαίσθηση, μέσα στην οποία βουλιάζει βήμα-βήμα ο επισκέπτης.
Η ΕΚΘΕΣΗ
ΜΑΝΑΚΙΑ
Δύο Βλάχοι από την Αβδέλα των Γρεβενών, οι αδελφοί Μανάκια, αντιλαμβάνονται πρώτοι στα Βαλκάνια, ότι αυτή η καινούρια εφεύρεση, ο κινηματογράφος, δίνει τη δυνατότητα για ταυτόχρονο πειραματισμό και εμπορική εκμετάλλευση. Με την αγορά μιας κινηματογραφικής μηχανής και τη λογική του «στήνω μια κάμερα και γυρίζω» οι αδελφοί Μανάκια (ή Μανάκη), ξεκινούν τη σχέση του με την αργότερα βαφτισμένη έβδομη τέχνη το 1905, καταγράφοντας τις «Υφάντρες» του χωριού τους σε ώρα εργασίας. Οι καταγραφές πληθαίνουν…Γάμοι, πανηγύρια, αλλά και πολιτικά ή πολεμικά γεγονότα στην περιοχή της Μακεδονίας και των ευρύτερων Βαλκανίων κερδίζουν το βλέμμα τους…
1905 – 1940
Σιγά – σιγά κτίζεται ένας εγχώριος κινηματογράφος βασισμένος στα συγκριτικά πλεονεκτήματά του. Το βουκολικό δράμα αποτελεί άριστη μεταφορά του ξενόφερτου μελοδράματος και το κωμειδύλλιο ανάλογη μετεγγaραφή της κωμωδίας. Ο Μιχαήλ Μιχαήλ του Μιχαήλ, ο Σπιριντιόν και ο ΕρβέΒιλλάρ πρωταγωνιστούν με τον τρόπο των προτύπων τους στο ελληνικό σκηνικό και σκορπίζουν γέλιο. Ωστόσο, ο κινηματογράφος δεν παύει ακόμη να αποτελεί επιστημονικό αξιοπερίεργο στα μάτια του κόσμου κι έτσι τα ζουρνάλ («επίκαιρα») του ΖόζεφΧεπ κρατάνε τη μερίδα του λέοντος στο ενδιαφέρον του κοινού. Τέλος, ο Κωνσταντίνος Μπαχατώρης, ο πρώτος Έλληνας παραγωγός,, επενδύοντας εκατό χιλιάδες δραχμές, φέρνει στο φως την πρώτη ελληνική ταινία, την «Γκόλφω» του Περεσιάδη.
1940 – 1960
Με την έξοδο από τα στενά περάσματα της κατοχής και του εμφυλίου μπαίνουν οι βάσεις για τις ιδεολογικές και αισθητικές συγκρούσεις του ελληνικού κινηματογράφου. ανάμεσα σ’ ένα σημαντικό όγκο ανάλογων παραγωγών, κάποιοι προσπαθούν να προσαρμόσουν το σκηνικό στο «ελληνικό τοπίο» και στην εγχώρια παράδοση, γεγονός που οδηγεί σε έστω ευάριθμες σημαντικές, πρωτογενείς δημιουργίες : ο ελληνικός νεορεαλισμός, ο οποίος
συνεπαίρνει την Ευρώπη, βρίσκει τα εντόπια αντίστοιχά του, μια ομάδα νεοφανών σκηνοθετών (Γιώργος Τζαβέλας, Ντίνος Δημόπουλος, Αλέκος Σακελλάριος) καταφέρνουν να μετεγγράψουν τη χολιγουντιανή, κατά κύριο λόγο σεναριακή, τεχνοτροπία στην ελληνική γλώσσα, ενώ εμφανίζονται τα πρώτα δείγματα της προσπάθειας να αποκτήσει η Ελλάδα κινηματογραφική ταυτότητα αναγνωρίσιμη και ευανάγνωστη.
1960 -1970
Οι Έλληνες παραγωγοί με ηγετική τους φυσιογνωμία το Φιλοποίμενα Φίνο («Φίνος Φιλμ») βρίσκουν χρυσάφι στα πρόσωπα – και στις φωνές και στις κινήσεις – μιας ομάδας ηθοποιών, που ενώ δεν κρύβουν τη θεατρική καταγωγή τους, συνομιλούν με το φακό λες κι είναι ο καλύτερός τους φίλος,. Θεματολογικά το μεγαλύτερο μέρος των έργων αυτών κινήθηκε στο χώρο της κωμωδίας ή του προσαρμοσμένου στα εγχώρια δεδομένα αμερικανοτραφούς μιούζικαλ. μιούζικαλ. Όταν κάποτε έγινε προσπάθεια να απλωθούν τα δίχτυα στο δραματικό πεδίο, εκεί, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων (Γεωργιάδης, Δημόπουλος, Τζαβέλας) το εγχείρημα έφτασε στα όρια της γραφικότητας, όπως ακόμη επιβιώνει στις μνήμες, ασχέτως των εισπρακτικών αποτελεσμάτων. Ωστόσο, το καθοριστικό γεγονός που ανοίγει την κινηματογραφική πύλη της δεκαετίας του ’60 είναι η ίδρυση του Φεστιβάλ Kινηματογράφου στη Θεσσαλονίκη.
1970 -1990
Είναι το 1971 ένα όριο όπου ο Νέος Ελληνικός Κινηματογράφος (ΝΕΚ) κάνει την εμφάνισή του, αμφισβητώντας τα δόγματα του Παλιού Ελληνικού Κινηματογράφου (ΠΕΚ) ; Σύμφωνα με το θεωρητικό περιοδικό «Σύγχρονος Κινηματογράφος», το οποίο συνόδευσε τα βήματα των νέων δημιουργών, η απάντηση είναι θετική, αφού ο συνδυασμός της εμφάνισης του Θόδωρου Αγγελόπουλου («Αναπαράσταση»), του Παντελή Βούλγαρη («Το προξενειό της Άννας»), αλλά και της «Ευδοκίας» του Αλέξη Δαμιανού δημιουργούν το υπέδαφος για την ανάπτυξη ενός «κινηματογράφου του δημιουργού», με λίπασμα το πάγιο αίτημα της «ελληνικότητας». Για κάποιους άλλους η ομοβροντία του 1966, με ταινίες του Τάκη Κανελλόπουλου («Εκδρομή»), του ΡοβήρουΜανθούλη («Πρόσωπο με πρόσωπο»), του Αλέξη Δαμιανού («Μέχρι το πλοίο»), του Γιώργου Σταμπουλόπουλου («Ανοιχτή επιστολή»), σε συνδυασμό με τη «Λάμψη στα μάτια» του Πάνου Γλυκοφρύδη και το «Φόβο» του Κώστα Μανουσάκη, είναι αυτή που δίνει το σάλπισμα της ρήξης με τον «κινηματογράφο του παραγωγού».
1990 και εντεύθεν
Έχοντας αντιμετωπίσει την εισπρακτική κρίση της δεκαετίας του ‘80, ο κινηματογράφος « αποφασίζει » να πιάσει από το χέρι τη λαοφιλή και κυρίαρχη τηλεόραση , να μπολιαστεί από τις αισθητικές της επιλογές και να ξαναφέρει τον κόσμο στις κινηματογραφικές αίθουσες, ενώ κάποιοι άλλοι σκηνοθέτες , νεώτεροι μεν, συνδεδεμένοι, ωστόσο, με την προηγηθείσα περίοδο του εγχώριου κινηματογράφου σε ρόλους βοηθητικούς, αποφασίζουν να βγουν στην επιφάνεια και να καταθέσουν τη δική τους άποψη και τις δικές τους αισθητικές αγωνίες. Μια τέτοια ομάδα (Χούρσογλου, Γκορίτσας, Κόκκινος, Γραμματικός) με τις ταινίες της φέρνει στο επίκεντρο την « Άνοιξη του ελληνικού κινηματογράφου » , όπως ονομάστηκε στις αρχές του ’90 . Όταν ματαιώθηκε κι αυτή , οι νέες τεχνολογίες και το ψηφιακό σινεμά έδωσαν τη δυνατότητα πολλαπλασιασμού της παραγωγής , αναζήτησης νέων προσανατολισμών και δημιουργικού διαλόγου με την τηλεόραση. Τη δραστηριότητα επέτειναν οι ευρωπαϊκές συμπαραγωγές, με τα ταμεία Eurimage και Eurofund, τα οποία άνοιγαν προοπτικές για την Ενωμένη Ευρώπη και τον κινηματογράφο της.
(http://www.cinemuseum.gr/default.aspx?lang=el-GR&page=994)